- εξοξύνομαι
- ἐξοξύνομαι (Α) [οξύνομαι](για κρασί) ξινίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξοξύνεται — ἐξοξύ̱νεται , ἐξοξύνομαι turn sour aor subj mp 3rd sg (epic) ἐξοξύ̱νεται , ἐξοξύνομαι turn sour pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)